υπογλυκαιμικός

υπογλυκαιμικός
-ή, -ό, Ν [υπογλυκαιμία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπογλυκαιμία (α. «υπογλυκαιμικό κώμα» β. «υπογλυκαιμικό σύνδρομο»)
2. (φυσιολ.-φαρμ.) (για παθήσεις ή ουσίες) αυτός που είναι ικανός να μειώσει τις τιμές τής ποσότητας τού σακχάρου στο αίμα
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υπογλυκαιμικός, η υπογλυκαιμική
ιατρ. άτομο που εμφανίζει συχνά κρίσεις υπογλυκαιμίας
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υπογλυκαιμικά
(φαρμ.) φάρμακα που έχουν την ιδιότητα να μειώνουν το σάκχαρο τού αίματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”